συμπαρατροχάζω

συμπαρατροχάζω
Α
συμπαρατρέχω* («τοῑς ζεύξεσι συνανέστρεφε καί συμπαρετρόχαζεν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρατροχάζω, μτγν. ποιητ. τ. τού παρατρέχω «τρέχω κοντά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”